κουροτρόφος — rearing children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρότροφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… … Dictionary of Greek
κουροτρόφον — κουροτρόφος rearing children masc/fem acc sg κουροτρόφος rearing children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτρόφε — κουροτρόφος rearing children masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτρόφοι — κουροτρόφος rearing children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουροτρόφου — Κουρότροφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτρόφου — κουροτρόφος rearing children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουροτρόφους — Κουρότροφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτρόφους — κουροτρόφος rearing children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουροτρόφων — Κουρότροφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)