κουροτροφος

κουροτροφος
    κουροτρόφος
    κουρο-τρόφος
    2
    вскармливающий (доблестную) молодежь, взращивающий (воинственных) юношей
    

(Ἰθάκη Hom.; Ἑλλάς Eur.; ἥ Γῆ Arph.; Ἄρτεμις Diod.)

    τιθήνη καὴ κ. (ἥ Ῥουμίνα) Plut. — Румина, кормящая и воспитывающая младенцев


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κουροτροφος" в других словарях:

  • κουροτρόφος — rearing children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρότροφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… …   Dictionary of Greek

  • κουροτρόφον — κουροτρόφος rearing children masc/fem acc sg κουροτρόφος rearing children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτρόφε — κουροτρόφος rearing children masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτρόφοι — κουροτρόφος rearing children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουροτρόφου — Κουρότροφος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτρόφου — κουροτρόφος rearing children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουροτρόφους — Κουρότροφος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτρόφους — κουροτρόφος rearing children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουροτρόφων — Κουρότροφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»